- (ε)λιοτριβόπετρα
- (ε)λιοτριβόπετραηη μυλόπετρα ελαιοτριβείου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιοτριβόπετρα — η πέτρα ελαιοτριβείου … Dictionary of Greek